Ντροπή



Ντροπή: Θηλυκό [ουσιαστικό] 1. το αρνητικό συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν συνειδητοποιεί ότι έφταιξε σε κάτι.
2. η πράξη ή το πρόσωπο που επισύρει αυτό το αρνητικό συναίσθημα, το όνειδος.
3. ο εξευτελισμός μετά από κάποια ήττα / αποτυχία.
4. η συστολή που νιώθουν κάποιοι λόγω χαρακτήρα ή σε συγκεκριμένες περιστάσεις.

Η ντροπή είναι ένα δυσάρεστο συναίσθημα το οποίο συνήθως συνδέεται με την πεποίθηση πως κάποιος διαθέτει χαρακτηριστικά προσωπικότητας, χαρακτηριστικά εμφάνισης αλλά και τρόπους συμπεριφοράς και έκφρασης τα οποία μπορεί να μην θεωρηθούν ιδιαίτερα ελκυστικά και γοητευτικά. Αυτό έχει ως αποτελέσματα το άτομο να αισθάνεται ντροπή για το πως θα κριθεί ή θα χαρακτηριστεί από τους άλλους, βάση των συγκεκριμένων αυτών χαρακτηριστικών και συμπεριφορών.

Τοποθετώντας την ντροπή σε ένα συνεχές θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο ένα άκρο βρίσκεται η αμηχανία και μια λιγο άβολη θέση του εαυτού (ενδεχομένως θεμιτή για να συγκρατεί το άτομο σε ορισμένες περιστάσεις). Στο άλλο άκρο βρίσκεται η αίσθηση και ανάγκη του ατόμου να κρύβεται, να μην έρχεται σε επαφή με τους άλλους, να θέλει λόγω του συναισθήματος της μεγάλης ντροπής να αφανιστεί. Σε αυτή την περίπτωση απαιτούνται ειδικές συνθήκες ώστε να αναπτυχθεί μία χρόνια αίσθηση κατωτερότητας και συναισθήματος ντροπής.

Η ντροπή όπως πολύ συχνά λέγεται, γεννιέται υπό το βλέμμα του άλλου. Συνήθως καθρεφτίζει την ανεπαρκή στήριξη από τους γύρω, να δουν και να ακούσουν, να αναγνωρίσουν το άτομο. Η ελλιπής στήριξη του περιβάλλοντος μπορεί εντείνει το αίσθημα ανεπάρκειας, το οποίο το άτομο εσωτερικεύει. Η εσωτερίκευση και ενσωμάτωση της ανεπάρκειας διαμορφώνει και καθορίζει την αυτοεικόνα, την αυτοπεποίθηση, τον τρόπο συσχέτισης με τους σημαντικούς άλλους. Πιο συγκεκριμένα το κομμάτι του εαυτού του ατόμου που δεν γίνεται αποδεκτό και δέχεται κριτική, είναι εκείνο το οποίο το άτομο κρύβει, το κρατάει στο «σκοτάδι», προκειμένου να προστατευθεί.

Το συναίσθημα της ντροπής συχνά κρύβεται πίσω από άλλα συναισθήματα όπως ο φόβος, ο θυμός, η θλίψη, η απόγνωση. Αυτό συντελεί στο να καταλαμβάνει κρυφό έδαφος το συναίσθημα της ντροπής και να αποτελεί πλέον, στοιχείο της δομής της προσωπικότητας του ατόμου.

Όπως προαναφέρθηκε η ντροπή γεννιέται υπό το βλέμμα του άλλου. Εκτός από τον κοινωνικό περίγυρο που ενεργεί σε μετέπειτα χρόνο, μάλλον η αιτία να υπάρχει κάπου βαθύτερα. Πηγαίνοντας πίσω διαπιστώνουμε πως το συναίσθημα της ντροπής έχει τη ρίζα του στα πρώτα χρόνια της ζωής, όταν βλέπουμε τι και πως είμαστε μέσα στο βλέμμα της μητέρας. Όταν αυτό δηλώνει δυσαρέσκεια και μη αποδοχή, τότε μεγαλώνει μέσα μας η αίσθηση ότι κάτι «δεν πάει καλά», κάτι «λάθος» υπάρχει πάνω μας, κάτι «μη ελκυστικό και αγαπητό» (στην μετέπειτα πορεία της ζωής αυτό είναι και το συναίσθημα, κάθε φορά που εισπράττουμε ένα τέτοιο βλέμμα, επιτιμητικό). Το οικογενειακό, γονεϊκό περιβάλλον στο σύνολο του, είναι καθοριστικό. Η έλλειψη αναγνώρισης της αξίας του ατόμου γι’αυτό που είναι, καθώς και η λεκτική στοχοποίηση για τυχόν αποτυχία ή λάθος του ατόμου, είναι εξίσου σημαντικοί παράγοντες στο να δώσουν γόνιμο έδαφος στην ντροπή. Πιο συγκεκριμένα οι αξιολογήσεις του εαυτού συγκριτικά με τους άλλους, όπως και η εικόνα του ατόμου στους άλλους, είναι προϋποθέσεις του πως διαμορφώνεται το εν λόγω συναίσθημα. Η ντροπή αναδύεται πάντα υπό την φυσική παρουσία του άλλου, αλλά και υπό τη νοητή παρουσία μίας συγκεκριμένης πεποίθησης ή συνθήκης που διαμορφώθηκε στο απώτερο παρελθόν.

Συχνά, η ντροπή και η ενοχή μοιάζει να συνυπάρχουν. Η ντροπή μοιάζει πολύ με την ενοχή και όμως επί της ουσίας διαφέρουν. Συνήθως, η ενοχή πηγάζει από την αίσθηση της παραβίασης μίας απαγόρευσης και το φόβο της τιμωρίας και έχει άμεση σχέση με αυτή την απαγορευμένη πράξη, δηλαδή κάτι που κάναμε ενώ δεν έπρεπε να έχει γίνει. Από την άλλη, η ντροπή πηγάζει από μέσα μας, είναι κάτι εσωτερικευμένο που εκδηλώνεται προς τα έξω και προέρχεται από την αίσθηση και πεποίθηση της ταπείνωσης ή του εξευτελισμού στα μάτια του άλλου, επειδή είμαστε έτσι όπως είμαστε και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’αυτό.

Για να αντιμετωπίσουμε την ντροπή ένα πρώτο βήμα είναι να μιλήσουμε την γλώσσα της. Να παραδεχθούμε τι συμβαίνει χωρίς να προβάλλουμε άλλα συναισθήματα μπροστά, προκειμένου να την κρύψουμε. Επομένως με την κατάλληλη πάντα ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, καλό είναι διαχωρίζεται η ντροπή από άλλα συναισθήματα και να λεκτικοποιούνται τα συμβάντα που σχετίζονται μαζί της. Η αποδοχή τόσο από τον θεραπευτή όσο και από τον θεραπευόμενο συντελούν στον να έρθει το άτομο πιο κοντά στην γνωστική επανεκτίμηση της κατάστασης και να την αντιμετωπίσει.

•Η ντροπή προκύπτει όταν δεν έχεις σταθεί ικανός να τα καταφέρεις, στο «ποιος» θέλεις οι άνθρωποι να πιστεύουν ότι είσαι.

Carl Whitaker, Αμερικανός Ψυχίατρος•

Αγγελική Τσαγκαράκη | Ψυχολόγος ______________________________________________ Ν.Καζαντζάκη 13 | 71202 | Ηράκλειο Κρήτης
2810 226993 an**********************@gm***.com
www.angelikitsagkaraki.com

Κοινοποίηση

Comments are closed.